σλαβολόγος, ο

σλαβολόγος, ο
η επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη της σλαβικής γλώσσας και του σλαβικού πολιτισμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σλαβολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη τής σλαβικής γλώσσας ή τής σλαβικής εθνολογίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σλάβος + λόγος*. Η λ., στον πληθ. σλαβολόγοι, μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • Λεζέ, Λουί — (Louis Léger, Τουλούζ 1843 – Παρίσι 1923). Γάλλος σλαβολόγος και ιστορικός. Επισκέφθηκε σε μικρή ηλικία τη Βοημία, την Κροατία, τη Σερβία και τη Ρωσία και χρημάτισε καθηγητής της σερβικής και της ρωσικής γλώσσας στη σχολή Ανατολικών Γλωσσών και… …   Dictionary of Greek

  • Ντομπρόφσκι, Τζόζεφ — (Josef Dobrovsky, 1753 – 1829). Τσέχος ιησουίτης και φιλόσοφος. Σπούδασε σε ιησουίτικο κολέγιο και στο πανεπιστήμιο του Παρισιού και έγινε διευθυντής σε σεμινάριο και μέλος της ρωσικής Ακαδημίας. Διακρίθηκε ως ιστορικός, ερμηνευτής, παλαιογράφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”